- τριβελίζω
- Ν [τριβέλι]1. ανοίγω οπή με το τριβέλι2. (συν. στη φρ.) «τριβελίζω τα αφτιά» ή «τριβελίζω το μυαλό»μτφ. γίνομαι πολύ ενοχλητικός σε κάποιον («μη μού τριβελίζεις το κεφάλι, βρε αδερφέ!»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τριβελίζω — τριβελίζω, τριβέλισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
τριβελίζω — τριβέλισα, τριβελίστηκα, τριβελισμένος 1. ανοίγω τρύπα με τριβέλι, τρυπανίζω: Τριβελίζει το ξύλο για να περάσει βίδα. 2. μτφ., γίνομαι ενοχλητικός, ενοχλώ την ακοή κάποιου: Μ αυτή την γκρίνια του το παλιόπαιδο με τριβελίζει μια ώρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γλείφω — (Μ γλείφω) σύρω τη γλώσσα επάνω σε κάτι νεοελλ. Ι. 1. εγγίζω απαλά ή μόνο στην επιφάνεια («το κύμα έγλειφε τον βράχο») 2. κατατρώγω, καταστρέφω («δυο ποντικοί... τού δέντρου εγλείφασιν την ρίζαν») 3. βασανίζω, τριβελίζω («οι έννοιες και οι… … Dictionary of Greek
τριβέλισμα — το, Ν [τριβελίζω] διάνοιξη οπής με τριβέλι … Dictionary of Greek